Ἠοιῶν — Ἠοῖαι fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηοίος — ἠοῑος, α και η, ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α) 1. εώος, πρωινός («ἠοῑος ἀστήρ» το άστρο τής αυγής, ο αυγερινός 2. αυτός που βρίσκεται στην ανατολή ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ προς ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ. β.… … Dictionary of Greek
Κήυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της Τραχίνας στην Οίτη, περιοχή που υμνήθηκε από τον Ησίοδο στο ποίημά του για τον γάμο του Κ., το οποίο αποτελεί μέρος των Ηοιών. Αναφέρεται στην παράδοση ως γιος του Εωσφόρου και της νύμφης Φιλωνίδας καθώς και… … Dictionary of Greek
Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… … Dictionary of Greek